αγριοβόρι

αγριοβόρι
το сильный северный ветер, холодный ветер

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγριοβόρι" в других словарях:

  • αγριοβόρι — το άγριος, δυνατός και κρύος βοριάς: Σήμερα φυσά αγριοβόρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγριοβόρι — το ο αγριοβοριάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη παράγεται από το ουσ. αγριοβοριάς, κατά το σχήμα αγριόχοιρος αγριοκαίρι] …   Dictionary of Greek

  • αγρι(ο)- — [άγριος] θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο) 2. αυτόν που δεν καλλιεργείται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»